Αφιέρωμα : Ιστορία των Αλύτρωτων Αλησμόνητων Πατρίδων μας : Ομάδα 1 – Δημοτικό – 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ

http://issuu.com/panoumaria/docs/konstantinoupoli

Κωνσταντινούπολη1

Η Κωνσταντινούπολη ή Κωνσταντινούπολις (παλαιότερα Πόλις και στην αρχαιότητα Βυζάντιον), (τουρκ.: İstanbul, IPA: [isˈtanbul], Ισταμπούλ, έως το 1923 επίσημα με το όνομα Konstantiniyye[2][3][4]), γνωστή ως Ιστανμπούλ, είναι η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Τουρκίας. Συνιστά ταυτόχρονα κύριο πολιτισμικό, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Με πληθυσμό περίπου 12 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελεί μια από τις πολυπληθέστερες πόλεις του κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Κωνσταντινούπολις, διατήρησε την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου (τουρκ. Haliç) στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, που με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα (τουρκ. Karadeniz) στον βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία[5]. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλαιά Κωνσταντινούπολη (τουρκ. Eminönü και Fatih), την περιοχή του Μπέηογλου (τουρκ. Beyoğlu) με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι (τουρκ. Üsküdar) μαζί με άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.

Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (3241453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (14531922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ της UNESCO[6]. Στα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο και τα βυζαντινά τείχη, ο ναός και η πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτίριο του Πατριαρχείο, το Φανάρι καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάνς και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ («Μπλε τζαμί»).

Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς), η ονομασία της οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία[20]. Στα Γεωγραφικά, ο Στράβων εξιστορεί πως η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας[21], κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας[20]. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον[20].

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, όπως παραδίδεται από τον Στράβωνα, οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό — πιθανώς του Μαντείου των Δελφών — ο οποίος τους προέτρεπε να κτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας[22][23]. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας[24]. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. O τύραννος της πόλης, Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου[25].

Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών Πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφθηκε από το νικητή των Πλαταιών Παυσανία[26], o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους[27]. Το Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Δηλιακής συμμαχίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411 π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο[28]. Πολιορκήθηκε εκ νέου το 409 π.Χ από τους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους[29], οι οποίοι, τελικά, μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς, οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, αποκτώντας όμως αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη[30]. H σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ, όταν ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής, ωστόσο δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των δύο πόλεων, όπως το 357 π.Χ, όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου.

Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φιλίππου Β’, το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη, το 341 π.Χ, μετά από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της, αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντιακά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλεως, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί έως σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής δημοκρατίας[31]. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα ελληνικές πόλεις που συντάχθηκαν μαζί τους[32]. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς τον Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία[33]. Μετά τον θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α’, τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσανδρο και τον Λυσίμαχο[34]. Tο 279 π.Χ., η πόλη αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.

Ρωμαϊκή περίοδος

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Ενδεικτικά, ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια[35], ενώ όπως παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία[36]. Ωστόσο, τα προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Στα τέλη του 2ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (β. 193-211) και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε το 196. Χρειάστηκε τριετής μάχη που συνοδεύτηκε από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων, αλλά και διοικητική υποβάθμιση του Βυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο[37]. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από τον γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της[38], ενώ εκχώρησε επίσης προνόμια που ο ίδιος είχε παλαιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων κτισμάτων συγκαταλέγονται τα λουτρά στο ιερό του ναού του Διός, που ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ενώ ανακαινίστηκε και το λεγόμενο «Στρατήγιον»[37]. Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta Antonina [Αυγούστα Αντονίνα], προς τιμή του γιου τού Σεβήρου.

Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός (β. 254-268) κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα κτίστηκαν εκ νέου από τον Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή, οι συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων των Γότθων, έφεραν το Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α’ στη Χρυσούπολη. Ο τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον τελικά να παραδοθεί. Προέβη σε πολιορκία της πόλης, την οποία κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 324. Φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του.

Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330-1204)

Το σύστημα διακυβέρνησης της Τετραρχίας (π. 293-324) χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από την πρακτική της δημιουργίας τόπων διαμονής του αυτοκράτορα. Οι πόλεις που ιδρύονταν, ή επανιδρύονταν, ως αυτοκρατορικοί τόποι διαμονής συνήθως εξωραΐζονταν και οικοδομούνταν σε αυτές σημαντικά κτήρια, όπως ανάκτορα, μαυσωλεία ή ιπποδρόμια. Για παράδειγμα, ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός (β. 285-310) κυβέρνησε από το Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο), ενώ παράλληλα ο Διοκλητιανός είχε ως έδρα τη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο, ως πρωτεύουσα, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική θέση του[39]. Η θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ταυτίστηκε με την έναρξη ενός πολύ μεγάλου πολεοδομικού εγχειρήματος, μεγάλης εμβέλειας. Η πόλη επεκτάθηκε, εντάσσοντας στο Βυζάντιο έκταση περίπου 5000 στρεμμάτων, σε μεγάλο βαθμό μη οικοδομημένη[40]. Παράλληλα, τα νέα τείχη που ξεκίνησαν να κτίζονται επί Κωνσταντίνου και αποπερατώθηκαν επί Κωνστάντιου Α’ (337-361), προεκτείνονταν κατά δεκαπέντε στάδια σε σύγκριση με τα παλαιότερα τείχη του Σεβήρου[41]. Τα εγκαίνια της πόλης τελέστηκαν με λαμπρότστις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ και ονομάστηκαν γενέθλια. Επιθυμώντας να πυκνώσουν οι οικισμοί της πόλης, μέχρι το 361 ήταν εξασφαλισμένη η δωρεάν παροχή άρτου στους πολίτες που έχτιζαν την κατοικία τους εκεί (panes aedium), ενώ επιπλέον μέτρα πειθαναγκαστικού χαρακτήρα εφαρμόζονταν προκειμένου να υποχρεώνονται οι ανάδοχοι εδαφών αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας στη Μικρά Ασία να οικοδομήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, αρκετοί οίκοι παραχωρήθηκαν σε ανώτερους αξιωματούχους της αυλής και χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο[42]. Σύντομα η πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να καταργηθούν τα μέτρα που την ευνοούσαν, οδηγώντας παράλληλα σε μεγάλο συνωστισμό ανθρώπων

Περιτριγυρισμένη από επτά λόφους, η Κωνσταντινούπολη, όπως και η Ρώμη, διαιρέθηκε σε 14 περιοχές. Το κέντρο του παλαιού Βυζαντίου, το Τετράστωον, μαζί με τον κοντινό ιππόδρομο, επαναπροσδιορίστηκε αρχιτεκτονικά και μετονομάστηκε σε Αυγουσταίον, προς τιμή της μητέρας του Κωνσταντίνου. Συνδυάστηκε με τον νέο φόρο (αγορά) του Κωνσταντίνου, κοντά στον οποίο διακλαδωνόταν η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης που οδηγούσε μέχρι την πρώτη Χρυσή Πύλη. Στη δυτική πλευρά του Αυγουσταίου βρισκόταν ο ναός της Θείας Σοφίας, αφιερωμένος στην Αγία Σοφία, και στα ανατολικά ανεγέρθηκε το πρώτο μέγαρο της Συγκλήτου. Ανατολικά του ιπποδρόμου βρισκόταν το αυτοκρατορικό παλάτι, το οποίο μέχρι τον 6ο αιώνα δεν υπέστη σημαντικές αλλαγές και παρέμενε περιορισμένων σχετικά διαστάσεων. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου, μόλις από την ημέρα των εγκαινίων της, ήταν φαινομενικά και επισήμως μια χριστιανική πόλη[44], αν και τα ολιγάριθμα χριστιανικά κτίρια που ανεγέρθηκαν με την ίδρυσή της, μειοψηφούσαν σαφώς σε σχέση με τους ιερούς τόπους της ελληνορωμαϊκής θρησκείας[45]. Στολισμένη με μεγαλοπρέπεια, η Κωνσταντινούπολη διέθετε όλα τα στοιχεία της αστικής ευημερίας, ευνοώντας σε πολιτισμικό επίπεδο τη συγχώνευση των εθίμων, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης Δύσης και Ανατολής. Αποτέλεσε επίσης εκκλησιαστικό κέντρο, καθώς από το 381 αποτελούσε έδρα του πατριάρχη

Το 1203, στα πλαίσια της Δ’ Σταυροφορίας, έλαβε χώρα η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β’ στον θρόνο. Στις 13 Απριλίου 1204, εισέβαλαν στην πόλη, η λεηλασία της οποίας διήρκεσε για αρκετά χρόνια. Νέος αυτοκράτορας εκλέχτηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης[46] και ειδικότερα η λεηλασία της πόλης ως άνευ προηγουμένου[52]. Ενδεικτικές πληροφορίες για τις εκτεταμένες καταστροφές, πυρπολήσεις και λεηλασίες ναών, ανακτόρων, μνημείων και κεντρικών συνοικιών αντλούμε από το χρονικό του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου (π. 1160-1213), καθώς και από το έργο του ιστορικού και αυτόπτη μάρτυρα Νικήτα Χωνιάτη[53]. Πληθώρα τόπων λατρείας παραχωρήθηκαν στο λατινικό δόγμα, καθώς και στον φραγκικό και ενετικό κλήρο, καθώς, σε ευρεία κλίμακα, επιχειρήθηκε η εγκαθίδρυση του λατινικού δόγματος στην άλλοτε μητρόπολη της Ορθοδοξίας[54]. Λατίνοι ιερείς από τη Γαλλία, τη Φλάνδρα και την Ιταλία, ανέλαβαν τη λειτουργία των εκκλησιών της πόλης. Την ίδια περίοδο, η ενετική συνοικία επεκτάθηκε, οχυρώθηκε και έλαβε τον χαρακτήρα ξεχωριστής υπερπόντιας αποικίας[54], ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε μαζική έξοδος του ελληνικού στοιχείου. Η γενική αραίωση του πληθυσμού δεν εξισορροπήθηκε από τη λατινική μετανάστευση που ξεκίνησε το 1204[55]. Το 1261, η Κωνσταντινούπολη επανακτήθηκε από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο (1259-82) και τις επόμενες δεκαετίες επιχειρήθηκε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, σηματοδοτώντας μια στροφή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Προωθήθηκαν ειδικά μέτρα για την επιστροφή του πληθυσμού από τα προάστια και εν γένει υποστηρικτικές δράσεις για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης. Προωθήθηκαν επίσης αμυντικά έργα, τα οποία κρίνονταν απαραίτητα, με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα τείχη της πόλης, ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας κατά τα προηγούμενα έτη[56]. Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, το πολιτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης μετακινήθηκε στην περιοχή των Βλαχερνών. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η ήδη συρρικνωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε επισφαλή θέση, γνωρίζοντας απειλές τόσο από τη Δύση όσο και από τη Μικρά Ασία, με τη σταδιακή ανάδειξη των Οθωμανών ως της κυρίαρχης δύναμης στην περιοχή. Παρά την οικοδόμηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε παρηκμασμένη, γεμάτη ερείπια και μεγάλες ερημωμένες εκτάσεις[46]. Ο περιηγητής στην πόλη, την περίοδο 1432-33, Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ, αναφέρεται στους άδειους χώρους της πόλης οι οποίοι, όπως περιγράφει, εκτείνονταν σε μεγαλύτερη επιφάνεια από εκείνους που είχαν κτιστεί[57]. Ανάλογη περιγραφή παραδίδεται από τον Ρουί Γκονζάλες ντε Κλαβίχο, στις αρχές του 15ου αιώνα, ο οποίος διακρίνει επιπλέον το τμήμα της θαλάσσιας ακτής ως πιο πυκνοκατοικημένο, ενώ συγχρόνως σημειώνει τα ερείπια των άλλοτε επιβλητικών εκκλησιών και μοναστηριών της πόλης[58].

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της πόλης το 1422, από τον σουλτάνο Μουράτ Β’. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις μεσαιωνικές πηγές, ο οθωμανικός στρατός φαίνεται πως υπερτερούσε κατά πολύ αριθμητικά[59]. Η τελική επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου, όταν, παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Είχαν προηγηθεί συνολικά 54 ημέρες πολιορκίας[60]. Μετά από τριήμερη λεηλασία της πόλης[61], ο σουλτάνος, επιθυμώντας να περιορίσει την περαιτέρω καταστροφή της μελλοντικής πρωτεύουσάς του[62], διέταξε την παύση της και πραγματοποίησε την εθιμοτυπική και μεγαλοπρεπή είσοδό του στην πόλη. Ο Μωάμεθ Β’ επιχείρησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της πόλης, μετακινώντας αναγκαστικά κατοίκους από άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει, όπως την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλονίκη και ελληνικά νησιά[63]. Πριν την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε φιρμάνια για τη μετακίνηση στην πόλη μουσουλμανικών, χριστιανικών και εβραϊκών οικογενειών, από την περιοχή της Ρούμελης και της Ανατολίας[17][64]. Η αναγκαστική μετοίκηση εξυπηρετούσε πληθώρα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναγκών, όπως την αποκατάσταση της ευημερίας σε μια προηγουμένως παρηκμασμένη πόλη, τη δημιουργία πλούτου και την αποτροπή εξεγέρσεων απομονωμένων κοινοτήτων. Σύμφωνα με απογραφή του 1477, η Ιστανμπούλ αριθμούσε εκείνη την εποχή 16.324 νοικοκυριά[65], με το μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο να αντιστοιχούν περίπου στο 60% και 22% του συνολικού αριθμού (αρχεία Topkapi Sarayi, D 9524)[17]. Αν και οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της πόλης διαφέρουν σημαντικά, θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως κατά το 16ο αιώνα είχε αυξηθεί σημαντικά.

Μέλημα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ ήταν επίσης η οικοδόμηση της πόλης, με χαρακτηριστικά έργα την αποκατάσταση των τειχών, τη δημιουργία μιας οχυρωμένης θέσης (Yedikule), καθώς και την ανέγερση παλατιού στο κέντρο της πόλης. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε Έλληνες δούλους, έναντι σημαντικής αμοιβής με την οποία αργότερα ήταν σε θέση να κερδίσουν την ελευθερία τους και να εγκατασταθούν στην πόλη[66]. Εκτός από το παλάτι, το σημαντικότερο ίσως κτίριο που ανεγέρθηκε από τους Οθωμανούς κατακτητές ήταν το τζαμί του σουλτάνου, που κτίστηκε την περίοδο 1462-70 αλλά καταστράφηκε από σεισμό το 1766. Πληθώρα μεγαλοπρεπών τζαμιών συνέβαλαν σταδιακά στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού ύφους της Κωνσταντινούπολης. Διοικητικά, η οθωμανική πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ενότητες: το κέντρο της Κωνσταντινούπολης (Σταμπούλ) και τις τρεις περιοχές του Γαλατά, του Εγιούπ (Χάσια) και του Ουσκουντάρ (Σκούταρι). Η αναδιάρθρωση της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης βασίστηκε, εν γένει, στην πεποίθηση πως έπρεπε να διαπνέεται από το πνεύμα του Ισλάμ, αποκτώντας τον χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης. Συνολικά, τα επόμενα χρόνια, η πόλη γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με μοναδικές εξαιρέσεις τις φυσικές καταστροφές — κατά κύριο λόγο πυρκαγιές και σεισμοί — και τις επιδημίες που την έπληξαν στο πέρασμα του χρόνου. Το εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης έθεσε τα θεμέλια για τη μεταμόρφωση της άλλοτε ερημωμένης πόλης σε μια οικουμενική αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η οποία διέφερε σε χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη βυζαντινή[67]. Κατά την περίοδο του Σουλεϊμάν Α΄, έφθασε στο απόγειο της αίγλης της[68].

Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται μία ακόμα σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, συνυφασμένη με την εποχή του τανζιμάτ, δηλαδή της αναδιοργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία συνοδεύτηκε από σοβαρές αναταραχές, όπως τη σφαγή των Γενιτσάρων στον Ιππόδρομο το 1826. Ενώ με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για πρώτη φορά η οθωμανική εξουσία διέταξε την άμεση εκτέλεση προσώπων που διαδραμάτιζαν ισχυρό ρόλο, όπως του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Μεγάλου Διερμηνέα, με τους συνεπαγόμενους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται γενικά ως η περίοδος κατά την οποία επιχειρήθηκε ο μετασχηματισμός της πόλης σε μία δυτικού τύπου πρωτεύουσα. Το 1870 επεκτάθηκε έως την Κωνσταντινούπολη ο ευρωπαϊκός σιδηρόδρομος, ενώ και άλλες σημαντικές δημόσιες υποδομές ολοκληρώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, όπως η υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873), σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικό δίκτυο. Την ίδια περίπου περίοδο, και μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης σημείωσε σημαντική αύξηση από 385.000 το 1885 σε 560.000 το 1914[69].

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ1

Νεότερη ιστορία

To 1908 η πόλη καταλήφθηκε από τον στρατό του κινήματος των Νεότουρκων, και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ εκθρονίστηκε. H Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα δυτικά πρότυπα[70], η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1839 και τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, με τη μεταρρύθμιση που ονομάστηκε Τανζιμάτ. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-13), αποτράπηκε η κατάληψή της από τον βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης. Στο διάστημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του πολέμου ετέθη υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή μέχρι το 1923[46]. Με την άνοδο του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ’, εγκατέλειψε την πόλη το 1922. Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για περισσότερο από μία χιλιετία, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχθηκε η Άγκυρα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί δραστικά, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εκατό ετών[71]. Παρέμεινε αλώβητη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να υποστεί ζημιές, χάρη στην ουδέτερη στάση της Τουρκίας. Την περίοδο που ακολούθησε, ο πληθυσμός της σημείωσε πολύ μεγάλη αύξηση, λόγω της μετακίνησης μεγάλου τμήματος αγροτικού πληθυσμού στην πόλη προς εύρεση εργασίας. Από την άλλη πλευρά η ελληνική κοινότητα της πόλης συρρικνώθηκε δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς, με πιο αξιοσημείωτο από αυτούς τα Σεπτεμβριανά του 1955. H Ισταμπούλ μεταμορφώθηκε με την κατασκευή της πρώτης κρεμαστής γέφυρας του Βοσπόρου (1973), η οποία ένωσε τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές συνοικίες της πόλης μέσα από ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, επιτρέποντας παράλληλα μεγάλες μετακινήσεις μεταναστών από την Ανατολία. Η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από προβλήματα μόλυνσης, υπερπληθυσμού ανά περιοχές, πολεοδομικής αναρχίας και ανεπάρκειας υπηρεσιών[46].

Πολεοδομική διάρθρωση

Άποψη της Κωνσταντινούπολης από τον Βόσπορο.

Η Κωνσταντινούπολη είναι η πρώτη σε πληθυσμό πόλη της Τουρκίας με περίπου 12.000.000 κατ. Βρίσκεται ακριβώς επί του 41ου βόρειου παραλλήλου και χωρίζεται σε τρεις κύριες περιοχές. Η πρώτη αποτελεί ουσιαστικά την παλαιά πόλη — γνωστή και ως Σταμπούλ [Stamboul] — που εκτείνεται στην ιστορική τριγωνική χερσόνησο του Βυζαντίου και περιλαμβάνει τις περιοχές Εμινονού (τουρκ. Eminönü) και Φατίχ (τουρκ. Fatih). Βρίσκεται νότια του Κεράτιου κόλπου, στη λεγόμενη ευρωπαϊκή πλευρά, και αποτελεί το πλέον πυκνοκατοικημένο τμήμα της πόλης. Η χερσόνησος περιβάλλεται από τη θάλασσα του Μαρμαρά στα νότια, και από τον πορθμό του Βοσπόρου στα ανατολικά. Κτισμένη σε λοφώδες έδαφος, διαιρείται σε πολυάριθμες συνοικίες. Οι επτά λόφοι που της έδωσαν και την ονομασία Επτάλοφος υψώνονται κλιμακωτά και χωρίζονται με μικρές κοιλάδες, ενώ στις κορυφές τους ξεχωρίζουν σπουδαία τζαμιά.

Η δεύτερη κύρια περιοχή της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται στα βόρεια/ανατολικά του Κεράτιου κόλπου, επίσης στο ευρωπαϊκό τμήμα της πόλης, και περιλαμβάνει τις ιστορικές συνοικίες Μπέηογλου και Μπεσικτάς. Διακρίνεται για τα σύγχρονα οικοδομήματά της και ειδικότερα η περιοχή του Μπέηογλου χαρακτηρίζεται ως η μοντέρνα Ισταμπούλ[46]. Οι δύο περιοχές, που χωρίζονται από τον Κεράτιο κόλπο, ενώνονται με δύο γέφυρες: τη νεότερη γέφυρα του Γαλατά και τη γέφυρα Ατατούρκ. Ο Γαλατάς υπήρξε σημαντικό εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας, έδρα εμπορικών και τραπεζιτικών καταστημάτων, του τελωνείου και πρακτορείων ατμοπλοϊκών και ασφαλιστικών εταιριών[72].

Ως τρίτη κύρια περιοχή λογίζονται τα προάστια στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι περιοχές Σκούταρι (αρχ. Χρυσόπολις, τουρκ. Uskudar) και Χαλκηδόνα (τουρκ. Kadıköy). Το Σκούταρι διακρίνεται για τα πολυάριθμα τεμένη, τους μενδρεσέδες και τα ασκητήρια των δερβισσών. Στα ευρύτερα όρια του δήμου της Κωνσταντινούπολης υπάγονται επίσης τα Πριγκιπονήσια (τουρκ. Adalar), μια ομάδα εννέα μικρών νησιών που βρίσκονται στη θάλασσα του Μαρμαρά και σε απόσταση περίπου 18-25 χλμ. νοτιοανατολικά του κέντρου της πόλης.

Η Κωνσταντινούπολη είναι το σημαντικότερο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Τουρκίας. Η ιδέα της συλλογής και διατήρησης αρχαιοτήτων αναπτύχθηκε στην πόλη κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, με την ίδρυση των πρώτων ανάλογων μουσείων, που ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1876, ο οικίσκος Τσινιλί (τουρκ. Çinili Köşk) στο ανάκτορο του Τοπκαπί μετατράπηκε σε αρχαιολογικό μουσείο, υπό τη διεύθυνση του Φιλίπ Αντον Ντετιέρ. Τον διαδέχτηκε ο Οζμάν Χαμντί μπέης, ο οποίος οργάνωσε και τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στην πόλη[85]. Το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ισταμπούλ, που περιλαμβάνει επίσης συλλογές ισλαμικής τέχνης, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του είδους στον κόσμο, και διαθέτει περισσότερα από 1.000.000 εκθέματα[86], από τον γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας. Στη νεότερη ιστορία της, η καλλιτεχνική ζωή της Ισταμπούλ δέχθηκε σημαντικές ευρωπαϊκές επιρροές, με ορόσημο τη μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ. Οι ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την τέχνη και τη διδασκαλία της ξεκίνησαν να υιοθετούνται το 1883, με την ίδρυση της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών από τον Χαμντί, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών ιδρυμάτων όπως η σχολή καλών τεχνών του Παρισιού. Η Αυτοκρατορική Ακαδημία υπήρξε το επίκεντρο της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, ενώ μέχρι το 1932 αποτελούσε το μοναδικό καλλιτεχνικό κέντρο με ευρωπαϊκό προσανατολισμό στην Τουρκία[85].

Στον 20ό αιώνα, αυξήθηκε ο αριθμός των Τούρκων ζωγράφων και γλυπτών που εκπαιδεύτηκαν στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα ευρωπαίοι καλλιτέχνες συνέχισαν να επισκέπτονται την Ισταμπούλ και να αναλαμβάνουν την οργάνωση και διεύθυνση τμημάτων σε ακαδημίες. Την ίδια περίοδο, η ευρωπαϊκή τέχνη προωθήθηκε σε εθνικό επίπεδο περισσότερο από παραδοσιακές μορφές τέχνης, όπως η αραβική καλλιγραφία, η οποία δέχθηκε πλήγμα με την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου το 1928. Τα μνημεία και οι συλλογές της πόλης αναζωογονήθηκαν όταν πρωτεύουσα της Τουρκίας ανακηρύχθηκε η Άγκυρα. Το 1924, οι πλούσιες συλλογές του Τοπκαπί έγιναν προσβάσιμες στο ευρύ κοινό, ενώ το 1935 η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο. Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αναστύλωσης της Μονής της Χώρας, με αποκατάσταση των περίφημων ψηφιδωτών της, διήρκεσε από το 1948 μέχρι το 1958, όταν και μετατράπηκε επίσης σε μουσείο.

Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Κωνσταντινούπολης (τουρκ. İstanbul Modern Sanat Müzesi) εγκαινιάστηκε το 2004 και φιλοξενεί σήμερα σημαντικά έργα μοντέρνας τέχνης, στη ζωγραφική, στη γλυπτική και στη φωτογραφία. Το κίνημα του μοντερνισμού ενισχύθηκε αρχικά το 1937 με την ίδρυση του Μουσείου Ζωγραφικής και Γλυπτικής στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε. Η τέχνη της φωτογραφίας έκανε την εμφάνισή της στην Ισταμπούλ κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1840, με τη λειτουργία των πρώτων εργαστηρίων φωτογραφίας από τον Καργόπουλο (1850) και τον γαλλικής καταγωγής Πασκάλ Σεμπά (1857)[85].

Ως το πρώτο πραγματικό οθωμανικό θέατρο[87], καταγράφεται το Γαλλικό Θέατρο (τουρκ. Franciz Tiyatrosu), που χτίστηκε το 1840 στην περιοχή Μπέηογλου από τον ιταλικής καταγωγής Τζουστινιάνι, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε αργότερα ο ιταλός ταχυδακτυλουργός Μπόσκο. Την ίδια περίοδο, στο θέατρο εκτελέστηκαν γαλλικές παραγωγές και έργα όπερας για μικτό κοινό, αποτελούμενο τόσο από οθωμανούς όσο και ξένους[88]. Το 1844, τη διεύθυνσή του ανέλαβε ο συριανής καταγωγής ηθοποιός και επιχειρηματίας Μιχάιλ Ναούμ και μετονομάστηκε σε Θέατρο Ναούμ. Καταστράφηκε από φωτιά το 1846 και αποκαταστάθηκε με συνεισφορά του σουλτάνου[89] Θεατρικές παραστάσεις, όπερες και άλλα έργα συνέχισαν να παίζονται στο ίδιο θέατρο μέχρι το 1870, όταν καταστράφηκε για δεύτερη φορά από φωτιά. Με τη μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ, αρκετοί ακόμα θεατρικοί χώροι έκαναν την εμφάνισή τους. To πρώτο θέατρο με παραστάσεις στην οθωμανική τουρκική γλώσσα, που ονομάστηκε Οθωμανικό Θέατρο (τουρκ. Tiyatro-i Osmani), ιδρύθηκε το 1867 και λειτούργησε μέχρι το 1885, όταν κάηκε ολοσχερώς[88]. Ιδιωτική όπερα λειτούργησε επίσης στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε του σουλτάνου, με έργα κυρίως του ιταλικού ρεπερτορίου, μέχρι το 1864. Οπερατικές παραγωγές παρουσιάστηκαν ακόμα, από το 1889 μέχρι το 1908, σε θέατρο που ίδρυσε ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ στο ανάκτορο Γιλντίζ. Η νεότερη δημοτική όπερα άρχισε να λειτουργεί το 1968 ως τμήμα του Παλατιού Πολιτισμού της Ισταμπούλ (τουρκ. Istanbul Kültür Sarayi), ωστόσο καταστράφηκε από φωτιά δύο χρόνια αργότερα. Το θέατρο λειτούργησε ξανά το 1977, ως Πολιτιστικό Κέντρο Ατατούρκ (τουρκ. Atatürk Kültür Merkezi). Στο ετήσιο πρόγραμμα της σύγχρονης δημοτικής συμφωνικής ορχήστρας της Ισταμπούλ περιλαμβάνεται τουλάχιστον μία τουρκική όπερα[89].

Η πόλη διοργανώνει ορισμένες αξιοσημείωτες διεθνείς εκθέσεις και φεστιβάλ, όπως είναι η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, το διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης, το διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής και το διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ. Το 2010 έγινε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, από κοινού με το Πεκς της Ουγγαρίας και το Έσσεν της Γερμανίας. Πανοραμική εικόνα της Κωνσταντινούπολης από τον πύργο του Γαλατά κατά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φωτογραφία [90] έχει ληφθεί από την φωτογραφική εταιρία Sébah & Joaillier από τον Πύργο, πιθανότατα κατά την δεκαετία του 1880.

Σημαντικότερα αξιοθέατα

H Αγία Σοφία σήμερα

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Αρχαιολογικό Μουσείο και ανατολικά

Επί της παλαιάς πόλης και της περιοχής Εμινονού (τουρκ. Eminönü) βρίσκεται το πολυτελέστατο ανάκτορο Τοπ Καπί, που υπήρξε επίσημη κατοικία σουλτάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βορειότερα βρίσκεται το το Τσινιλί Κιοσκ που στεγάζει σήμερα μουσείο κεραμικής.

Σε μικρή απόσταση από το Τοπ Καπί δεσπόζει η Αγία Σοφία (τουρ. Ayasofya Müzesi) με τους τέσσερεις μιναρέδες, δίπλα από την περιοχή του παλαιού ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης (At Meydanı) που σήμερα αποτελεί δημόσιο πάρκο και ονομάζεται επίσης πλατεία Σουλτάν Αχμέτ. Στον χώρο ξεχωρίζουν οι οβελίσκοι του Θεοδόσιου Α’ και του Κωνσταντίνου Ζ’, καθώς και η Στήλη των Όφεων. Στη βόρεια είσοδο του ιπποδρόμου είναι κτισμένο το λεγόμενο Γερμανικό Συντριβάνι, με στοιχεία νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής, που υπήρξε έργο της γερμανικής κυβέρνησης για τον εορτασμό της επίσκεψης του αυτοκράτορα Βίλχελμ Β’ στην πόλη. Έναντι του συντριβανιού, και νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, βρίσκεται το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ, κοινώς γνωστό ως Μπλε Τζαμί, που συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Οικοδομήθηκε το 1610 από τον Σουλτάν Αχμέτ τον Α΄, και για την κατασκευή του ξοδεύτηκαν τόσο πολλά χρήματα, που ο Αχμέτ κατέφυγε μετά σε βαριά φορολόγηση του λαού για να ξαναγεμίσει το κρατικό ταμείο. Είχε ασχοληθεί προσωπικά με το οκοδόμημα και πήγαινε κάθε Παρασκευή και πλήρωνε τους εργάτες. Τα πιο πολύτιμα υλικά για το τέμενος μεταφέρθηκαν εκεί από τη λεηλατημένη Αλεξάνδρεια της Τρωάδας. Εκεί οι Τούρκοι ύψωσαν το 1828 τη νέα σημαία τους συμβολικά, για να επισφραγίσουν την κατάργηση της παντοδυναμίας των Γενιτσάρων.

Τα τείχη του Θεοδοσίου του Β΄

Στο Τσεμπερλί Τας υπάρχει η “κεκαυμένη στήλη”. Αυτή αποτελείται από οκτώ μεγάλα τεμάχια λίθων από πορφυρίτη και είχε ύψος 40 μέτρων. Είχε πρωτοαφιερωθεί στους Δελφούς και επάνω έφερε άγαλμα του Απόλλωνα, όμως μεταφέρθηκε στη Ρώμη κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Επάνω της τοποθετήθηκε άγαλμα του Μεγάλου Κωνσνταντίνου που καταστράφηκε από κεραυνό την εποχή του Αλεξιου του Κομνηνού.

Σημαντικό αξιοθέατο είναι επίσης το τέμενος του Σουλεϊμάν, αφιερωμένο στον Σουλεϊμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή. Χτίστηκε στο διάστημα 1550-1557 και θεωείται αριστουργημα του τότε σημαντικού αρχιτέκτονα Σινάν. Τα υλικά για αυτό είχαν μεταφερθεί από την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Οι κίονες και μεγάλο μέρος του υλικού πάρθηκαν από το ναό της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα και από το Παλιό Παλάτι.

Βόρεια της Αγίας Σοφίας συναντάται ο ναός της Αγίας Ειρήνης, με τυπικά χαρακτηριστικά ρωμαϊκής βασιλικής, που λειτουργεί επίσης ως μουσείο. Χτίστηκε απο τον Μεγάλο Κωνσνταντίνο στην θέση παλιού αρχαίου ναού που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ειρήνη και αρχικά ο χριστιανικός ναός αφιερώθηκε “στην του Θεού Ειρήνη” και όχι στην Αγία Ειρήνη (μεγαλομάρτυς) που μαρτύρησε πιθανόν στην Περσία ίσως το 315). Η εκκλησία για κάποια χρόνια λειτούργησε ως Πατριαρχείο. Εκεί έγινε το 482 μ.Χ. η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος. Η εκκλησία ήταν μεταξύ των κτισμάτων που πυρπολήθηκαν κατά τη Στάση του Νίκα το 532. μ.Χ. και ξανακτίσθηκε από τον Ιουστινιανό. Μετά την κατάληψη της Πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα ο ναός μετεβλήθη σε οπλαποθήκη και μετά λειτούργσε ως μουσείο, διακοσμημένο με ξίφη γενιτσάρων. Στη συνέχεια αυτά μεταφέρθηκαν στην Άγκυρα και από εκεί στο Μέγαρο Αθλητισμού.

Άξια αναφοράς είναι επίσης τα κάστρα κατά μήκος του Βοσπόρου, όπου κυριαρχούν το Ρούμελι Χισάρ στην ευρωπαϊκή Τουρκία, και το Κάστρο της Ανατολίας ή Ανάντολου Χισάρ στην ασιατική ακτή.

Επίσης έχουν ενδιαφέρον τα παράλια τείχη (απο την πύλη του Επταπυργίου μέχρι το Σαράι Μπουρνού) καθώς και τα χερσαία τείχη.

Στο Μπαλουκλή αξίζει κανείς να επισκεφθεί επισης την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής που το νερό της θωείρείται θαυματουργό, όπου ήταν έθιμο ο αυτοκράτορας να γνωρίζει τη μέλλουσα βασίλισσα.

Στη συνοικία Εντιρνέ Καπού (τουρκ. Edirnekapı), σε απόσταση περίπου 150 μ. από το Θεοδοσιανό τείχος, βρίσκεται η Μονή της Χώρας (Καριγιέ Τζαμί), που ανήκει στα σημαντικότερα μνημεία βυζαντινής τέχνης, της μέσης και ύστερης περιόδου της. Άλλοι αξιοσημείωτοι ναοί είναι η Μονή Παμμακάριστου (Φετιγιέ Τζαμί – σήμερα μέρος του μνημείου είναι και μουσείο με σημαντικά ψηφιδωτά), πλησίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και η Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (Κιουτσούκ Αγιασοφιά Τζαμί). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι δύο αγορές: η αιγυπτιακή Μισίρ τσαρσί (τουρκ. Mısır Çarşısı) και η σκεπαστή Καπαλί τσαρσί (τουρκ. Kapalıçarşı) που με έκταση περίπου 200.000 τετραγωνικών μέτρων αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου[91].

Σημαντικά αξιοθέατα συναντώνται επίσης στη μοντέρνα πόλη, που οριοθετείται από την περιοχή του Μπέηογλου (παλαιά συνοικία Πέρα). Η γέφυρα του Γαλατά συνδέει την περιοχή αυτή με την παλαιά πόλη, ενώ στη συνοικία του Γαλατά δεσπόζει ο ομώνυμος πύργος (τουρκ. Galata Kulesi), ύψους περίπου 70 μέτρων. Επίκεντρο της μοντέρνας πόλης είναι η πλατεία Ταξίμ, ή Πλατεία Ανεξαρτησίας, που αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο με πολυάριθμα κέντρα διασκέδασης. Στη συνοικία Χαρμιγιέ (τουρκ. Harbiye), σε σχετικά μικρή απόσταση από την πλατεία Ταξίμ, βρίσκεται το Στρατιωτικό Μουσείο (τουρκ. Askeri Müze), με εκθέματα από όλες τις περιόδους της στρατιωτικής ιστορίας της Τουρκίας. Στην περιοχή Μπέιογλου βρίσκεται το σύμπλεγμα του Κιλίτς Αλί Πασά (τουρκ. Kılıç Ali Paşa Külliyesi), που περιλαμβάνει τζαμί, μεντρεσέ, χαμάμ, μικρό μαυσωλείο και συντριβάνι, χτισμένο κατ’ εντολή του Κιλίτζ Αλή Πασά. Σημαντικότερο ίσως αξιοθέατο της περιοχής είναι το παλάτι Ντολμάμπαχτσε, μαζί με το ομώνυμο τζαμί και τον μπαρόκ ρυθμού Πύργο του Ρολογιού. Αξιόλογα ανάκτορα είναι επίσης το Μπεηλέρμπεη, στην ομώνυμη συνοικία, και το Κιουτσιουκσού στη συνοικία Μπεϊκόζ, που βρίσκονται επί της ασιατικής πλευράς του Βοσπόρου, όπως και τα παλάτια Γιλντίζ, στην περιοχή Μπεσικτάς, και Σιραγάν, μεταξύ της Μπεσικτάς και της συνοικίας Ορτάκιοϊ.

Leave a comment