Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΟΡΑΣ (σοβαρό σκετς)

Ag.Nestora2sΟ Άγιος μάρτυρας Νέστορας καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Ήταν σύγχρονος του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Υπήρξε μάλιστα γνωστός και μαθητής του. Τον χρόνο που μαρτύρησε ο Άγ. Δημήτριος, ο Νέστορας βρισκόταν σε νεαρή ηλικία. Ήταν γλυκύς στην όψη και εξαιρετικά όμορφος.

Ο Μαξιμιανός επιστρέφοντας από μία εκστρατεία στην Ανατολή, σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί οργάνωσε θρίαμβο και πρόσφερε θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς του για να τους ευχαριστήσει για τη νίκη του επί των βαρβάρων. Ανάμεσα στους Χριστιανούς που αρνήθηκαν να θυσιάσουν ήταν και ο νεαρός διοικητής της «Θετταλίας», με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ο Δημήτριος. Εξαγριώθηκε τότε ο αυτοκράτορας και πρόσταξε να κρατηθεί ο Δημήτριος στα λουτρά της πόλης.

Στις μεγάλες γιορτές που οργάνωσε ο Μαξιμιανός περιέλαβε και τους αγώνες του πεντάθλου. Το νικητή των αγώνων θα τιμούσε ιδιαίτερα ο αυτοκράτορας και θα του πρόσφερε δώρα. Ο ίδιος κάθισε σε θρόνο ψηλό για να παρατηρεί τους αγωνιζόμενους.

Έναν από εκείνους που θα αγωνίζονταν στην πάλη, εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Μαξιμιανός. Ονομαζόταν Λυαίος και καταγόταν από τα Ουάνδηλα, μια πόλη της Σκυθίας. Ήταν πάρα πολύ ψηλός και είχε μεγάλη δύναμη. Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας τον είχε πάντα μαζί του. Αυτός λοιπόν ο Λυαίος, σαν τεχνίτης στην πάλη και δυνατός, νικούσε πολλούς. Ο βασιλιάς βλέποντάς τον χαιρόταν ιδιαίτερα και του χάριζε πλούσια δώρα.

Βλέποντας ο Νέστορας την ανδρεία και τις νίκες του βαρβάρου αυτού, ο οποίος και πολλούς Χριστιανούς θανάτωσε, μίσησε αυτή την υπερηφάνεια του Λυαίου. Βλέποντας ακόμη και τα θαύματα του Αγ. Δημητρίου έλαβε θάρρος και πίστεψε ότι, μόνο αν θωρακισθεί με τις ευχές του, θα πολεμήσει τον βάρβαρο Λυαίο και θα τον νικήσει.

Προστρέχει λοιπόν ο Νέστορας στο λουτρό, όπου ήταν φυλακισμένος ο Δημήτριος, πέφτει στα πόδια του και του λέει: «Δούλε του Θεού Δημήτριε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίο. Γι’ αυτό επικαλέσου το όνομα του Χριστού και προσευχήσου για ‘μένα.»

Τότε ο Άγ. Δημήτριος έκανε το σηείο του Σταυρού στο πρόσωπο του Νέστορα και του είπε: «Πήγαινε. Και τον Λυαίο θα νικήσεις και για τον Χριστό θα μαρτυρήσεις.»

Αναχώρησε κατόπιν από τη φυλακή και πήγε στον τόπο όπου θα γινόταν ο αγώνας της πάλης. Βγήκε στο μέσον του σταδίου και φώναξε: «Λυαίε, έλα να παλαίψουμε οι δυό μας.»

Ο βασιλιάς, μόλις είδε το Νέστορα τόσο μικρό στην ηλικία, περίπου είκοσι ετών, του μήνυσε να παρουσιαστεί μπροστά του και του είπε: «Νεαρέ μου, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλά ήρθες να παλαίψεις με τον Λυαίο; Δε βλέπεις πόσους νίκησε;  Δε βλέπεις πόσο αίμα έχυσε; Πώς αποτολμάς να εκτεθείς σε τέτοιον κίνδυνο; Δε λυπάσαι την ομορφιά και τη νιότη σου; Μήπως σε αναγκάζει η φτώχεια να επιθυμείς το θάνατό σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο για να μη θανατωθείς. Κι αν είσαι φτωχός, θα σε κάνω εγώ πλούσιο. Μόνο μην χάσεις τη ζωή σου.»

Άκουσε αυτά ο Νέστορας και αποκρίθηκε στον αυτοκράτορα: «Βασιλιά, φτωχός δεν είμαι ούτε περιφρονώ τη ζωή μου. Αντίθετα, και πλούτο έχω και τη ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλαίψω με τον Λυαίο για να λάβω τιμή. Διότι, αν είμαι πλούσιος  δεν έχω όμως τιμηθεί, τι θέλω τον άτιμο πλούτο; Επιθυμώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος απ’ τον Λυαίο. Γι’  αυτό αποφασίζω να κινδυνεύσω.»

Είδε ο βασιλιάς πως ο Νέστορας δεν υπάκουε και τον άφησε.

Πλησίασε τότε ο νεαρός αθλητής τον Λυαίο, έβγαλε το πανωφόρι του και φώναξε: «Θεέ του Δημητρίου, βοήθησέ με!» Κι αμέσως μόλις είπε τον λόγο αυτό, βγάζει το μαχαίρι του και χτυπά τον περήφανο Λυαίο κατάκαρδα. Αμέσως εκείνος έπεσε καταγής νεκρός.

Ο βασιλιάς βλέποντας ότι φονεύθηκε ο Λυαίος, λυπήθηκε σε τέτοιο βαθμό, σα να είχε χάσει το θρόνο του. Κάλεσε λοιπόν το Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από ‘σένα κι εσύ πώς τον θανάτωσες;»

Ο Νέστορας αποκρίθηκε: «Εγώ, βασιλιά, δε νίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Χριστού, του αληθινού Θεού.»

Όταν άκουσε ο βασιλιάς τα λόγια αυτά θύμωσε υπερβολικά και πρόσταξε έναν από τους άρχοντές του, τον Μαρκιανό, να βγάλει το Νέστορα έξω από την «Χρυσή Πύλη» και να τον αποκεφαλίσει με το ξίφος του.

Έτσι έλαβε ο Άγιος Νέστορας το στεφάνι του Μάρτυρα, σύμφωνα με τον λόγο του Αγ.Δημητρίου.


* Διασκευασμένο κείμενο από το βιβλίο του επισκόπου Οινόης ΓΟΧ Ματθαίου Λαγγή «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας – Μην Οκτώβριος», Αθήνα 1983.

Leave a comment