Πνευματική Γεωγραφία της Καλύμνου – Παναγιά Κυρά Ψηλή

Ένα σκετς που έφτιαξαν τα παιδιά του Κατώτερου-Μέσου Κατηχητικού Σχολείου Αγίου Θεολόγου το έτος 2001 για τη γιορτή λήξης των κατηχητικών

παναγιά κυρά ψηλή3ΠΡΟΣΩΠΑ ΟΜΙΛΟΥΝΤΑ (6)

ΒΟΣΚΟΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, ΝΟΜΙΚΗ, ΕΥΔΟΚΙΑ, ΑΓΑΝΙΆ, ΚΟΡΗ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΒΟΥΒΑ

Ο ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΨΗΛΗΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Σε κάποια εκατονταετηρίδα του Μεσαίωνα, ακριβώς ποτέ κανείς δεν είπε, δύο φορές λεηλατήθηκε η πολιτεία  του Βαθύ. Από Ενετούς πειρατές την πρώτη και από Σαρακηνούς τη δεύτερη. Σ΄ αυτήν την τελευταία επιδρομή, νύχτα του Πάσχα το θέλει η παράδοση, η σφαγή και οι καταστροφές ήταν τέτοιες που ο κόσμος απογοητευμένος εγκατέλειψε τα σπίτια του τα μισογκρεμισμένα και τις κατεστραμμένες εκκλησίες του και παίρνοντας μαζί τους ό,τι απέμεινε από βιος και νοικοκυριό πήγε να εγκατασταθεί κάτω από το βράχο του σημερινού Κάστρου. Έτσι γεννήθηκε ο οικισμός της “Χώρας” και η λιλιπούτεια πολιτεία του Κάστρου, όπου κατέφευγαν σε ώρα ανάγκης.

παναγια κυραψηλή2-βουνόΣτην Κοιλάδα του Βαθύ παρέμειναν οι Βοσκοί με τα κοπάδια τους σκορπισμένα  στα γύρω βουνά και οι “ρεσπέρηδες” που σπέρνοντας τα ερημωμένα χωράφια, άλλα μεσιακά κι άλλα με τη σκέπαση εξασφάλιζαν το ψωμί της χρονιάς. Στο μικρό οικισμό του Δάσους εξακολουθούσε να στέκει το “Μετόχι” με τον “Ηγούμενο” που τελούσε χρέη ιερέα και ταυτόχρονα κρατούσε τις πόρτες του Μετοχιού ανοιχτές για τον κάθε περαστικό, πιστός στην παραδοσιακή φιλοξενία που επιβάλλει το καθήκον του κάθε χριστιανού.

Ήταν σ΄ αυτήν την ιστορική περίοδο αρχή καλοκαιριού όταν ένας βοσκός έχασε τον καλύτερό του τράγο…

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΒΟΣΚΟΣ : Έχασα τον τράγο μου! Συμφορά! Βέβαια αποτυχία στα γεννήματα. Ξεκίνησα από το πρωΐ με το χάραμα, ανεβοκατέβηκα τις πλαγιές και τα λαγκάδια σφυρίζοντας ή κοιτάζοντας μες στα κέδρα και τα σχίνα που τα σκέπαζαν και να με κάτω από την κουκούλα της κορφής του βουνού πάνω από τα Πεζόντα. Και τίποτε! τίποτε! Τι θα κάνω τώρα; Μα, για στάσου, σαν να βλέπω μια σχισμάδα εκεί (βλέπει μέσα από μια σχισμάδα στον φτιαγμένο από χαρτί τοίχο) Ω! ω! ο τράγος μου εκεί μέσα! Και πηδά χαρούμενος! και στάζουν και τα γένια του! Στάζουν νερό! Παναγιά μου! νερό, βρήκε νερό κατακαλόκαιρα το ζω μου, πολύτιμο εύρημα! Θα πάω να δω (Προσπαθεί να μπει – κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΒΟΣΚΟΣ : (ίδιο σκηνικό) Παναγιά μου! (σταυροκοπιέται) Βρήκα εκεί μέσα μια γούρνα νερό γεμάτη. Από κάποια σχισμάδα του βράχου περνούσε μικρή αχτίδα φωτεινή. Το νερό φαινόταν καθάριο κι έσκυψα να πιω. Και τότε βλέπω μέσα μια μικρή εικόνα, αυτή να εδώ! (Δείχνει μια εικόνα της Παναγίας. Αν είναι δυνατόν, να είναι η εικόνα της Κυραψηλής). Η εικόνα της Παναγιάς με το μικρό Χριστό αγκαλιά! (Τη σφίγγει στην αγκαλιά του με συγκίνηση). Την πήρα και πήγα  να βγω από τον ίδιο δρόμο που ήρθα, μα είδα ξαφνικά στο βάθος της σπηλιάς ένα άνοιγμα του βουνού μεγαλύτερο. Οι πλευρές ήταν σκεπασμένες με ένα γλοιώδες κίτρινο χώμα και στη βάση σαν από χέρι σμιλεμένη μια στερνίτσα γεμάτη καθάριο νερό. Μια μικροσκοπική  βαρκούλα  έπλεε με τα δυο μικροσκοπικά κουπιά της πεταμένα δεξιά και αριστερά της ! Υπήρχε και γραφή πάνω στη βάρκα μα δεν ξέρω να διαβάζω! Θα πάω στο Μετόχι να βρω τον ηγούμενο να του τα πω. Θα βάλω την εικόνα στην ταραζίκα μου να μη την χάσω, μη μου πέσει πουθενά (Φεύγει – Κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ :  Τι συμβαίνει παιδί μου; Τι έχεις και βαριαναστενάζεις και ταράζεσαι;

ΒΟΣΚΟΣ : Παπούλη, παπούλη, τι έπαθα;

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Τι έπαθες; Κάτσε να πάρεις πρώτα μιαν ανάσα.

ΒΟΣΚΟΣ : Παπούλη μου! Βρήκα μια εικόνα της Παναγιάς, ψάχνοντας να βρω τον τράγο μου, μέσα σε μια σπηλιά, πάνω από του Πεζόντα. Την έβαλα στην ταραζίκα μου και κίνησα να έρθω εδώ να στη δείξω και να στρίψω κανα τσιγάρο. Όταν σηκώθηκα, όμως, νοιώθω την ταραζίκα πιο λαφριά. Κοιτάζω, πουθενά η εικόνα. Σκέφθηκα και ξαναπήγα στη θέση που τη βρήκα. Ήταν εκεί. Την ξαναπαίρνω, την κρύβω καλά πάλι και τρέχοντας ξεπέρασα τη σέλλα και κατέβηκα στην κοιλάδα του Βαθύ. Σαν έφθασα στον “Έμπολα” σκέφθηκα : Ε τώρα η Παναγιά δεν θα μου το σκάσει! Και σιγουρεμένος κάθισα στα πόδια μιας μεγάλης ελιάς για να στρίψω το τσιγάρο μου! Μα σαν πήγα να ξεκινήσω πάλι για εδώ, πάλι η ταραζίκα είχε ξαλαφρώσει κι η Παναγιά έλειπε από μέσα. Είμαι σίγουρος, παπούλη μου, πώς θα είναι πάλι εκεί που τη βρήκα! Μα γιατί, γιατί δεν θέλησε να έρθει μαζί μου;, γιατί;

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Κατάλαβα! Η Παναγιά θέλει να τη σεβόμαστε οι άνθρωποι και όχι που την παράτησες χάμω για να καπνίσεις! Πήγαινε στη δουλειά σου και θα φροντίσω την Κυριακή να μαζευτούμε όλοι οι Βαθιώτες με τα καλά μας να πάμε να τη φέρουμε συνοδεία με ψαλμωδίες. Μόνο πες σε όποιον συναντήσεις πως το Σάββατο να έρθουν όλοι στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, να τους μιλήσω και να ετοιμάσουμε τόπο για την Παναγιά. Κι άκου με καλά. Νήστεψε, ευχαρίστησε την Παναγιά και ζήτησε συχώρεση που της φέρθηκες έτσι και την Κυριακή να είσαι έτοιμος, ντυμένος καλά για να μας την παραδώσεις εσύ στον τόπο που την βρήκες!”

ΒΟΣΚΟΣ : Να είναι ευλογημένο παπούλη μου, όπως το είπες θα γίνει (Φεύγει – κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

(Κόσμος, παιδιά, γυναίκες, άντρες πηγαινοέρχονται και ανηφορίζουν στο βουνό)παναγια κυραψηλή1

ΕΥΔΟΚΙΑ : Μαρή Νομική, καλέ κυρ-Σκεύο, που πάτε, Κυριακάτικα;

ΝΟΜΙΚΗ : (Κρατά μωρό στην αγκαλιά). Πού ήσουνα εσύ, όταν θαυμαστά πράγματα γίνονται στο χωριό μας;

ΕΥΔΟΚΙΑ : Χτες ήρτα από τη Ρόδο. Μα τί γίνεται;

ΝΟΜΙΚΗ : Βρήκε την Παναγιά με θαυμαστό τρόπο ο κυρ-Θέμελης ο Βοσκός, πάνω στου Πεζόντα, και πάμε σήμερα με τον παπά και τα εξαπτέρυγα να μας την παραδώσει όπως του είπε ο άγιος ηγούμενος. Μα με το μωρό μείναμε τελευταίοι εμείς. Μη χάνεις, καιρό, ακολούθα μας, να χαρείς κι εσύ τέτοια ευλογία.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Αμέ θα ρθω, δεν θα ρθώ;

ΝΟΜΙΚΗ : Να, ο βοσκός στέκει συγυρισμένος με την τίμια εικόνα στα χέρια. Την παραδίνει στον παπά. Μεγάλη η χάρη της.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Να σκύψε, σκύψε σου λέω. Μας ευλογά με την εικόνα της Παναγιάς! (Σταυροκοπιέται). Πάμε, πάμε μαζί την Παναγιά στη θέση που της ετοιμάσαμε από τα χτες.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Μα γιατί σταματάμε, δεύτερη φορά τώρα και ψάλλει ο ηγούμενος; Αφού δεν φθάσαμε στο Μετόχι.

ΝΟΜΙΚΗ : Σταματάμε στα δύο αυτά σημεία, το “ΣΤΑΥΡΟΥΪ” και τώρα στην “ΕΛΙΑ”, γιατί εδώ σταμάτησε ο βοσκός την πρώτη φορά που κατέβαινε κάτω για το μετόχι. Ξεκινάμε πάλι.

ΝΟΜΙΚΗ : Στο Μετόχι θα την προσκυνήσουμε. Κάνε γρήγορα (Κλείνει η αυλαία).

(ανοίγει η αυλαία. Σ΄ ένα στασίδι τοποθετημένη η εικόνα και προσκυνούν όλοι με ευλάβεια κάνοντας το σταυρό τους. Ο αφηγητής τελειώνει την ιστορία).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Η παράδοση ακόμη συμπληρώνει ότι η γραφή στη βάρκα εκείνη που είδε ο βοσκός έγραφε “Κυρά Ψηλή”, όνομα που ανήκει, λένε, σε κάποιο κορφοβούνι της Ανατολής, όπου υπήρχε παλιό μοναστήρι. Κι έτσι ονόμασαν την Παναγιά αυτή “ΚυραΨηλή” και από αυτήν πήρε το όνομα και το κομμάτι αυτό της οροσειράς που βρίσκεται από του Λίβα μέχρι τη θάλασσα της Ανατολής. Οι πιστοί διαμορφώσανε τη σπηλιά σε εκκλησάκι και τάξαν να το λειτουργούν κάθε 15 Αυγούστου, πανηγυρίζοντας τη μέρα εκείνη.

Πολλά διηγούνται και οι παλιότερες και οι νεώτερες γενιές του πληθυσμού του Βαθύ για τα θαύματα της ΚυράΨηλής. Εμείς θα διηγηθούμε ένα που έχει άμεση σχέση με την υπάρχουσα κτιριακή εγκατάσταση στο Μετόχι και στο Βουνό.παναγιά κυραψηλή2ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Χανούμισα Αγάνια! Τι ζητάς εδώ; Θα μας κάψεις, θέλεις; Αν μάθει ο αγάς πως είσαι εδώ, αλοίμονο στους χριστιανούς! Φύγε, για το Θεό, φύγε γρήγορα.

ΑΓΑΝΙΑ : Μη παπά, μη με διώχνεις! (Γονατίζει και σταυρώνει τα χέρια παρακλητικά) Τούρκισσα είμαι, ναι! Μα, η κόρη μου, η πιο όμορφη κόρη ανάμεσα στο Τούρκικο, το καμάρι, η χαρά και η παρηγοριά μου, αρρώστησε καιρό τώρα και κανένα γιατρικό, όσο κι αν έτρεξα δεν έκανε καλυτέρευση. Τη χάνω, σώσε με και προσευχήσου στη μελαχροινή Κυρά που ακούει από το στασίδι που τη βάλατε, σεις οι Χριστιανοί. Μου το είπαν οι χριστιανές σας του χωριού, να έρθω εδώ να σε παρακαλέσω να προσευχηθείς εσύ και θα γίνει καλά η κόρη μου. Σώσε τη σε παρακαλώ, πιστεύω πως δεν θα με διώξει η Κυρά σας, μάνα ήταν κι αυτή και πόνεσε καθώς λέτε με τον υιό της. Δεν μπορεί, θα με ακούσει και μένα, θα με καταλάβει! Και εγώ της τάζω πως σαν θα γίνει καλά η κόρη μου, θα χτίσω αρχοντικό ξενώνα και μέσα θα της στήσω θρόνο και καντήλα καθώς της αξίζει της Κυράς.

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Χανούμισα Αγάνια! Θα προσευχηθώ και θα βοηθήσει η Παναγιά. Πήγαινε τώρα ήσυχη! (Φεύγει κι αυτός. Η σκηνή κλείνει κι ανοίγει σε λίγο).

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : (Μια κοπέλα ανάβει κερί ευλαβικά μπροστά στην Παναγία και κρατά ένα σακκούλι) Ποια είσαι κόρη μου εσύ;

ΚΟΠΕΛΑ : Μάνα μου είναι η Αγάνια! Και εγώ είμαι καλά γιατί προσευχήθηκες για μένα στην Κυρά των Χριστιανών, που αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ήρθα λοιπόν μόνη μου  να την ευχαριστήσω και να φέρω το τάξιμο της μάνας μου για τη σωτηρία μου. Φρόντισε λοιπόν με τα άσπρα που σου στέλνει σε τούτο το σακκούλι να χτίσεις τον ξενώνα του μοναστηριού, και βάλε μέσα ένα εικονοστάσι και μεγαλόπρεπο το θρόνο της ΚυραΨηλής.

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ :  (Σταυροκοπιέται) Μεγάλα τα θαυμάσια Κύριε της Μητέρας Σου! Σ΄ευχαριστούμε για κάθε της δώρο (Γονατίζει και προσεύχεται μπροστά στο θρόνο της ΚυραΨηλής. Κλείνει η αυλαία. Τέλος του έργου)

(Ξανανοίγει και υποκλίνονται οι ηθοποιοί)

σκετς κυραψηλή

Leave a comment